Βιταμίνη D: χρειάζεσαι πραγματικά συμπληρώματα;

Η βιταμίνη D

Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη στεροειδούς δομής η οποία διακρίνεται σε δύο μορφές:

  • την εργοκαλσιφερόλη (D2), που παράγεται σε φυτά και μύκητες
  • την χοληκαλσιφερόλη (D3), που παράγεται στα ζώα και στον άνθρωπο.

Η σύνθεσή της στον ανθρώπινο οργανισμό επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της επίδρασης της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας στο δέρμα. Ωστόσο, μπορεί να προσλαμβάνεται και από εξωγενείς πηγές μέσω της κατανάλωσης συγκεκριμένων τροφών, όπως τα λιπαρά ψάρια, το μουρουνέλαιο, τα αυγά κ.α.

Παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα της βιταμίνης D

Η σύνθεση της βιταμίνης D, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνει χώρα στο δέρμα και μετέπειτα ενεργοποιείται από μεταβολικές διαδικασίες . Ο βαθμός σύνθεσης καθορίζεται από πολλούς παράγοντες όπως:

  • η έκθεση στον ήλιο,
  • η χρήση αντηλιακού,
  • οι διατροφικές συνήθειες,
  • οι ανθρωπομετρικοί δείκτες όπως ο Δείκτης Μάζας Σώματος,
  • οι συνήθειες της καθημερινότητας (σωματική και υπαίθρια δραστηριότητα, κάπνισμα, συχνή κατανάλωση αλκοόλ, κλπ),
  • οι γενετικοί παράγοντες.

 

Η συμβολή της βιταμίνης D στον οργανισμό

Η βιταμίνη D θεωρείται ότι συμμετέχει σε διάφορες ζωτικές λειτουργίες του οργανισμού και ότι δρα καταλυτικά σε ορισμένα σπουδαία μεταβολικά μονοπάτια. Μερικές από τις δράσεις της είναι οι εξής:

  • είναι απαραίτητη για την απορρόφηση ασβεστίου και φωσφόρου, συμβάλλοντας στην υγεία των οστών,
  • επιδρά στην ανάπτυξη και διαφοροποίηση πολλών κυττάρων,
  • ελέγχει την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας, ρυθμίζοντας έτσι την κυκλοφορία της γλυκόζης στο αίμα,
  • βοηθάει στην μείωση των φλεγμονών και στην καλή ρύθμιση του ανοσοποιητικού,
  • ασκεί δράσεις και σε άλλα κύτταρα-στόχους, καθώς υπάρχουν υποδοχείς της κατανεμημένοι σε πολλά είδη κυττάρων.

Η έλλειψη της βιταμίνης D στα παιδιά προκαλεί ραχίτιδα και στους ενήλικες οστεομαλακία και οστεοπόρωση. Ακόμα, έχει συνδεθεί με διάφορες συστηματικές, ψυχογενείς, νεοπλασματικές, καρδιαγγειακές και αναπνευστικές νόσους.

Υπερδοσολογία βιταμίνης D

Παρόλη την ευεργετική της δράση, οι τιμές της εν λόγω βιταμίνης δε πρέπει να ξεπερνούν τα καθορισμένα φυσιολογικά όρια. Όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις θρεπτικών συστατικών, οι μεγάλες ποσότητες οδηγούν συνήθως σε ανεπιθύμητες ενέργειες και τοξικότητα. Κάποιες από τις πιθανές τοξικές εκδηλώσεις είναι:

  • υπερασβεστιαιμία (αυξημένη απορρόφηση Ca2+): από τις πιο δυσμενείς επιπτώσεις της είναι η νοητική σύγχυση και οι αρρυθμίες της καρδιάς,
  • υπομαγνησαιμία: το Mg2+ συμμετέχει ενεργά στο μεταβολισμό της βιταμίνης D και μπορεί να εξαντληθεί στην προσπάθεια μεταβολισμού της πλεονάζουσας ποσότητάς της,
  • ναυτία, έμετος,
  • δυσλειτουργία όρασης,
  • απώλεια βάρους,
  • αδυναμία.

 

Ποια τα φυσιολογικά επίπεδα της βιταμίνης D στον άνθρωπο;

Η δραστική μορφή της βιταμίνης D είναι η 1,25-διϋδροξυ-χοληκαλσιφερόλη[1,25-(OH)2D] ή καλσιτριόλη, που αποτελεί μεταβολίτη της 25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλης [25-(OH)D]. Για τη μέτρηση των επιπέδων της βιταμίνης D, προσδιορίζονται εργαστηριακά τα επίπεδα της 25-(OH)D στο αίμα.

Οι γενικά αποδεκτές φυσιολογικές τιμές 25-(OH)D είναι 30-40 ng/mL ορού και όποιες τιμές μικρότερες 20 ng/mL υποδηλώνουν ανεπάρκεια βιταμίνης D.

 

 

Αποκλίσεις από τις φυσιολογικές τιμές βιταμίνης D

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια σε όλες τις ηλικίες και τις εθνότητες παρατηρούνται σε μεγάλο ποσοστό επίπεδα 25-(OH)D χαμηλότερα από 20 ng/mL. Ακόμα και σε μεσογειακούς πληθυσμούς, ένα ικανό ποσοστό φαίνεται να έχει ανεπάρκεια, παρόλο που παρατηρείται μεγάλη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.

Οι επιστήμονες υγείας, παρατηρώντας αυτό το φαινόμενο, πλέον έχουν αυξήσει την συνταγογράφηση ή χορήγηση ή παρότρυνση για λήψη συμπληρωμάτων της βιταμίνης D. Ταυτόχρονα, στην αγορά πια διατίθεται και μία πολύ ευρεία γκάμα συμπληρωμάτων διατροφής.

Το φαινόμενο της ραγδαίας αύξησης της  χορήγησης τέτοιων συμπληρωμάτων έχει καταστεί παγκόσμιο. Η χορήγηση βιταμίνης D γίνεται ακόμα και σε υγιή άτομα των οποίων η φυσική και η βιοχημική εξέταση είναι φυσιολογική (πλην των επιπέδων της εν λόγω βιταμίνης).

Έχουν δημιουργηθεί λοιπόν κάποιοι εύλογοι προβληματισμοί στην επιστημονική κοινότητα:

  • Πώς γίνεται ξαφνικά να παρατηρείται ανεπάρκεια για ένα απαραίτητο στοιχείο σε παγκόσμιο επίπεδο;
  • Θεωρείται ανεπάρκεια μια κατάσταση στην οποία δεν επηρεάζεται κάποιο σύστημα ή κάποια λειτουργία στα αντίστοιχα επίπεδα;
  • Υπάρχει όντως τόσο μεγάλη ανάγκη εξωγενούς χορήγησης της βιταμίνης D;

Για τα συμπληρώματα διατροφής

Τα συμπληρώματα διατροφής αποτελούν βοηθήματα συχνά απαραίτητα για τον οργανισμό, όταν διαπιστώνεται ανάγκη εξωγενούς χορήγησης ενός ή περισσότερων θρεπτικών συστατικών. Η λήψη τους όμως πρέπει να γίνεται με σύνεση και οπωσδήποτε με την έγκριση επιστήμονα υγείας. Έχει αποδειχθεί ότι η αλόγιστη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει ποικίλες ανεπιθύμητες δράσεις.

Σε περίπτωση που διαπιστωθούν ανεπάρκειες βιταμινών ή ιχνοστοιχείων, ιδανικά γίνεται προσπάθεια να επανέλθουν τα επίπεδα με προσαρμογή της διατροφής ή/και βελτίωση του τρόπου ζωής. Τα συμπληρώματα διατροφής σπάνια έως ποτέ δεν είναι λύση πρώτης επιλογής, ειδικά σε χώρες στις οποίες οι πληθυσμοί σιτίζονται επαρκώς.

Περισσότερα για τα συμπληρώματα διατροφής θα βρείς εδω!

Αμφισβήτηση των φυσιολογικών ορίων των επιπέδων βιταμίνης D

Ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ηρακλείου και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου διεξήγαγαν μια μελέτη με σκοπό τον προσδιορισμό των ολικών επιπέδων της 25-(OH)D του ορού.

Σε διάστημα 5 ετών (2009 – 2014), μετρήθηκαν τα επίπεδα της βιταμίνης D σε 8.042 άτομα ευρέος ηλικιακού φάσματος, ένα δείγμα αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού σε ένα μεσογειακό νησί. Συγκεκριμένα, στην Κρήτη:

  • υπάρχει άφθονη ηλιοφάνεια,
  • δεν καταναλώνονται συχνά τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D,
  • η λήψη συμπληρωμάτων βιταμινών είναι σπάνια.

Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι και για τα δύο φύλα τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι αρκετά χαμηλότερα από τα θεωρούμενα ως φυσιολογικά. Μάλιστα, περίπου το 97,5% του πληθυσμού διέθετε τιμές από 20 ng/mL και κάτω:

  • μέση τιμή για τους άνδρες: 19,48 ng/mL (±9,51),
  • μέση τιμή για τις γυναίκες: 18,01 ng/mL (±9,01).

Αν και παράδοξο για μεσογειακό πληθυσμό, υπάρχουν κι άλλες έρευνες με αντίστοιχα ευρήματα στη Μεσόγειο, αλλά και ειδικότερα στην Ελλάδα.

Οι τιμές συγκρίθηκαν και με κάποιους βιοδείκτες των ασθενών που σχετίζονται με ζωτικές λειτουργίες όπως ορμονικές και μεταβολικές δράσεις, ικανότητα οστικής ανάπλασης και ανοσολογικής απόκρισης. Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση κάποιας ανισορροπίας ή πάθησης με τη μειωμένη βιταμίνη D στον οργανισμό.

 

Συμπεράσματα

Η εκτίμηση των δεδομένων που προέκυψαν από τη συγκεκριμένη μελέτη, αμφισβητεί τα μέχρι σήμερα καθορισμένα φυσιολογικά όρια της 25-(OH)D (30-40 ng/mL). Συγχρόνως, έρχεται σε συμφωνία και με άλλες πρόσφατες έρευνες και προτείνει τα όρια αυτά να μειωθούν.

Όσον αφορά τον πληθυσμό της Κρήτης, η πλειοψηφία του έχει απαίτηση σε 20 ng/mL βιταμίνης D ή και λιγότερο, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτά είναι τα επίπεδα που ταιριάζουν στη φυσιολογία των Κρητικών.

Οι ερευνητές τέλος διευκρινίζουν ότι οι φυσιολογικές τιμές της 25-(OH)D του ορού είναι εκείνες στις οποίες υποστηρίζονται όλα τα όργανα-στόχοι που διαθέτουν υποδοχείς της βιταμίνης. Συμβουλεύουν μάλιστα να γίνεται ειδικός καθορισμός των φυσιολογικών ορίων σε κάθε διακριτή γεωγραφική περιοχή σύμφωνα με αυτό το κριτήριο.

Πηγές: Hormones, Journal of General Internal Medicine